τροφαλίς — τροφᾱλίς , τροφαλίς fresh cheese fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφαλίς — και τραφαλλίς, ίδος, ἡ, Α τροφαλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τροφαλίς κατ επίδραση τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού ρ. τρέφω] … Dictionary of Greek
στρυφαλίς — ίδος, ἡ, Α είδος τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τροφαλίς / τρυφαλίς] … Dictionary of Greek
τράφαλλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ χλωρὸς τυρός, οἱ δὲ τραφαλλίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τροφαλίς (πρβλ. τραφαλ[λ]ίς)] … Dictionary of Greek
τροφάλι — το / τροφάλιον, ΝΑ [τροφαλίς] χλωρό, νωπό τυρί … Dictionary of Greek
τρυφαλίς — ίδος, ἡ, Α (μτγν τ.) βλ. τροφαλίς … Dictionary of Greek
τροφαλίδα — τροφᾱλίδα , τροφαλίς fresh cheese fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαλίδας — τροφᾱλίδας , τροφαλίς fresh cheese fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαλίδος — τροφᾱλίδος , τροφαλίς fresh cheese fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
dherebh- — dherebh English meaning: to harden Deutsche Übersetzung: “gerinnen, gerinnen machen, ballen, dickflũssig” Material: O.Ind. drapsá ḥ m. “drip”??; Gk. τρέφεσθαι, τετροφέναι “ curdle, coagulate, harden, be firm “, τρέφω, Dor. τράφω … Proto-Indo-European etymological dictionary