τροφαλίς

τροφαλίς
και τροφαλλίς και μτγν. τ. τρυφαλίς και κατά τον Ησύχ. τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
νωπό, φρέσκο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + υγρό ἐνθημα -αλ- + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. τροπ-αλ-ίς). Ο τ. τροφαλλίς με εκφραστικό διπλασιασμό τού -λ-, ενώ ο τ. τρυφαλίς με παρετυμολ. επίδραση τού τρυφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τροφαλίς — τροφᾱλίς , τροφαλίς fresh cheese fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφαλίς — και τραφαλλίς, ίδος, ἡ, Α τροφαλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τροφαλίς κατ επίδραση τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού ρ. τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • στρυφαλίς — ίδος, ἡ, Α είδος τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τροφαλίς / τρυφαλίς] …   Dictionary of Greek

  • τράφαλλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ χλωρὸς τυρός, οἱ δὲ τραφαλλίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τροφαλίς (πρβλ. τραφαλ[λ]ίς)] …   Dictionary of Greek

  • τροφάλι — το / τροφάλιον, ΝΑ [τροφαλίς] χλωρό, νωπό τυρί …   Dictionary of Greek

  • τρυφαλίς — ίδος, ἡ, Α (μτγν τ.) βλ. τροφαλίς …   Dictionary of Greek

  • τροφαλίδα — τροφᾱλίδα , τροφαλίς fresh cheese fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφαλίδας — τροφᾱλίδας , τροφαλίς fresh cheese fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφαλίδος — τροφᾱλίδος , τροφαλίς fresh cheese fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dherebh- —     dherebh     English meaning: to harden     Deutsche Übersetzung: “gerinnen, gerinnen machen, ballen, dickflũssig”     Material: O.Ind. drapsá ḥ m. “drip”??; Gk. τρέφεσθαι, τετροφέναι “ curdle, coagulate, harden, be firm “, τρέφω, Dor. τράφω …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”